-
1 ἐφέδρα
A sitting by or before a place: hence, siege, blockade, Hdt.1.17;ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65
; observation of a besieged place, Ath.Mech.18.14 (pl.).
См. также в других словарях:
εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… … Dictionary of Greek